ἀ-χύλωτος, noch nicht in den Nahrungssaft, χυλός, übergegangen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυλωτός — ή, ό, Ν [χυλῶ] χυλώδης … Dictionary of Greek
χυλωτόν — χυλωτός converted into a humour masc acc sg χυλωτός converted into a humour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)