- ἀ-χύμωτος
ἀ-χύμωτος, dasselbe, Suid., der es ἄγευστος erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-χύμωτος, dasselbe, Suid., der es ἄγευστος erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυμωτός — ή, όν, Μ ανακατεμένος, ανάμικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμεία + ωτός* (βλ. λ. χημεία)] … Dictionary of Greek