ἀχυρών

ἀχυρών

ἀχυρών, ῶνος, ὁ, = ἀχυρός, Ar. Vesp. 1310, v. l. ἀχυρός, woraus man ἀχυρμός vermuthet; der Schol. führt ὄνος εἰς ἀχυρῶνα ἀπέδρα an, vgl. ἄχυρον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀχύρων — ἄχυρον chaff neut gen pl ἄχυρος chaff heap masc gen pl ἀχύ̱ρων , ἀχυρός chaff heap masc gen pl ἀ̱χύρων , ἀχυρόω mix chaff imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱χύρων , ἀχυρόω mix chaff imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀχυρόω mix chaff imperf …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀχύρων — ἀχύρων , ἄχυρον chaff neut gen pl ἀχύρων , ἄχυρος chaff heap masc gen pl ἀχύ̱ρων , ἀχυρός chaff heap masc gen pl ἀ̱χύρων , ἀχυρόω mix chaff imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱χύρων , ἀχυρόω mix chaff imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гнус — род. п. гнуса мошкара, мелкие насекомые , гнусный, блр. гнюс скупердяй, подлец , ст. слав. гноусьнъ μιαρός (Супр.), болг. гнус отвращение , сербохорв. гну̑с, диал. гњу̑с грязь, навоз; отвращение , словен. gnȗs, чеш. hňus, hnis отвращение ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • плева — ПЛЕВ|А (15), Ы с. 1.Тонкая оболочка, перепонка: мозгъ же ѹбо иноразлично ѥсть… и разнозрачно. и слоѥвато. тонкою плѣвою обложено. Пал 1406, 46б. 2. Чаще мн. Солома, мякина; шелуха: искра мѹдивъши. въ плѣвахъ въземлѥть пламы. (ἐν ἀχύροις) СбТр… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αχυρώνας — και αχερώνας, ο (AM ἀχυρών) 1. αποθήκη για άχυρα 2. παροιμ. α) «δυο γαϊδάροι μάλωναν σε ξένο αχυρώνα» (για όσους μαλώνουν σε χώρο που δεν τους ανήκει ή για θέματα που αφορούν σε άλλους) β) «στραβός βελόνα γύρευε στον αχυρώνα» (για όποιον… …   Dictionary of Greek

  • εφελκτικός — ἐφελκτικός, ή, όν (ΑΜ) 1. αυτός που τραβά, που έλκει («τὸ ἤλεκτρον ἐφελκτικὸν τῶν ἀχυρων», Φιλόδ.) 2. μτφ. ελκυστικός («τὸ ἐφελκτικὸν καὶ ἡδύ», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκτικός (< ἕλκω)] …   Dictionary of Greek

  • καρφολογώ — (Α καρφολογῶ, έω) συλλέγω ξερά χόρτα («καρφολογεῑν τὰ δένδρα» να κόβει κάποιος τα ξερά κλαδιά από τα δένδρα, Θεόφρ.) αρχ. αφαιρώ μικρά τεμάχια αχύρων, τρίχες ή κάτι άλλο τα οποία βρίσκονται στα ρούχα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + λογῶ (<… …   Dictionary of Greek

  • λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • λουπινίαση — η δηλητηρίαση που προκαλείται από τη βρώση μεγάλης ποσότητας σπερμάτων ή αχύρων από λούπινο και παρατηρείται στον ίππο και στο πρόβατο …   Dictionary of Greek

  • συναχυρηγώ — έω, Α μεταφέρω άχυρα μαζί με κάποιον άλλο, βοηθώ στη μεταφορά αχύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀχυρηγῶ «μεταφέρω άχυρο»] …   Dictionary of Greek

  • χορτοτομία — ἡ, ΜΑ [χορτοτόμος] κοπή χόρτου για την παρασκευή αχύρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”