- ἀχυρο-βολών
ἀχυρο-βολών, ῶνος, ὁ, = ἀχυρμιά, Eust. 1698, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχυρο-βολών, ῶνος, ὁ, = ἀχυρμιά, Eust. 1698, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιτοβολώνας — ο / σιτοβολών, ῶνος, ΝΜΑ η σιταποθήκη («ἀνέῳξε πάντας τοὺς σιτοβολῶνας καὶ ἐπώλει πᾱσι τοῑς Αἰγυπτίοις», ΠΔ) νεοελλ. τόπος που παράγει άφθονα σιτηρά («η Θεσσαλία, ο σιτοβολώνας τής Ελλάδας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θ. βολ τού βάλλω (πρβλ. βόλος) + … Dictionary of Greek