ἀχυριός

ἀχυριός

ἀχυριός, = ἀχυρός, Tabul. Heracl. p. 230.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αχούρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 710 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκυρίτιδας. * * * το (Μ ἀχούριον και ριν) 1. ο αχυρώνας 2. ο στάβλος νεοελλ. χώρος ακατάστατος και βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”