- ἀ-χρήμων
ἀ-χρήμων, ον (χρῆμα), arm, Eur. Med. 460.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-χρήμων, ον (χρῆμα), arm, Eur. Med. 460.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Χρήμων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
ευχρημονώ — εὐχρημονῶ, έω (Α) ευχρηματώ, ευπορώ, είμαι πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός πιθ. σχηματισμός κατά το αντίθετο α χρημονώ (< α χρήμων < α στερητικό + χρήμων < χρήμα «χρήσιμο, αναγκαίο πράγμα» < χρώμαι)] … Dictionary of Greek
πολυχρήμων — ύχρημον, Α πολυχρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. φιλο χρήμων] … Dictionary of Greek
φιλοχρήμων — ον, ΜΑ φιλοχρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. πολυ χρήμων] … Dictionary of Greek