- ἀ-χρησία
ἀ-χρησία, ἡ, der Nichtgebrauch, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-χρησία, ἡ, der Nichtgebrauch, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπλοχρησία — η η χρήση όπλων, το να μεταχειρίζεται κάποιος όπλο ή όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπλο + χρησία (< χρήσις), πρβλ. ιδιο χρησία] … Dictionary of Greek
ιδιόχρηση — και ιδιοχρησία, η (νομ.) το δικαίωμα που προβλέπει ο νόμος στον ιδιοκτήτη νοικιασμένου ακινήτου να μπορεί να λύνει τη σύμβαση με τον ενοικιαστή, αν πρόκειται να τό χρησιμοποιήσει για προσωπική του χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρήση (ή χρησία… … Dictionary of Greek