- ἀφ-ᾱδία
ἀφ-ᾱδία, ἡ, = ἔχϑρα, Eupol. E. M. 174, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφ-ᾱδία, ἡ, = ἔχϑρα, Eupol. E. M. 174, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-αδιά — κατάλ. θηλ. ουσ. π.χ. βαρκ αδιά, μπαλτ αδιά, κουβ αδιά κ.ά. Είναι επεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ιά* από το περιττοσύλλαβο θ. τού πληθ. σε άδες, π.χ. μπαλτάς μπαλτάδες μπαλταδιά … Dictionary of Greek
αδιά — Άλλη ονομασία της ιτιάς (βλ. λ.). Η λέξη χρησιμοποιείται στην Κύπρο … Dictionary of Greek
παγκ(λ)άδια — παγκ(λ)άδια, τὰ (Α) εορτή στη Ρόδο που τελούνταν κατά το κλάδεμα τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλάδιον (< κλάδος)] … Dictionary of Greek
παπαδιά — η, ΝΜ η σύζυγος τού παπά, η πρεσβυτέρα νεοελλ. μτφ. 1. σεμνότυφη γυναίκα 2. είδος παιχνιδιού 3. ναυτ. α) το εξωτερικό επίπεδο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου, πάνω στο οποίο γράφεται το όνομα τού σκάφους καθώς και το λιμάνι και ο αριθμός νηολογίου… … Dictionary of Greek
ηλιοκόσμητος — ἡλιοκόσμητος, ον (Μ) φρ. «οὐρανός ἡλιοκόσμητος» ουρανός που στολίζεται από τον ήλιο, λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κοσμητος (< κοσμώ «στολίζω»), πρβλ. αδια κόσμητος, α κόσμητος] … Dictionary of Greek
ημίβροχος — ἡμίβροχος, ον (Α) βλ. ημιβραχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βροχος (< βροχή ή βρέχω), πρβλ. αδιά βροχος, αλί βροχος] … Dictionary of Greek
θηρόπλαστος — θηρόπλαστος, ον (Α) (για την Κίρκη) αυτός που μεταμορφώνει σε θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. αδιά πλαστος, εύ πλαστος] … Dictionary of Greek
ιδιόκριτος — ἰδιόκριτος, ον (Α) ιδιόρρυθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιά κριτος, ά κριτος] … Dictionary of Greek
κοσμοχώρητος — κοσμοχώρητος, ον (Μ) (για τη θάλασσα) αυτός που περιβάλλει τον κόσμο («κοσμοχώρητος θάλασσα», Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + χώρητος (< χωρῶ), πρβλ. αδια χώρητος] … Dictionary of Greek