- ἀ-φώρᾱτος
ἀ-φώρᾱτος, nicht ertappt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φώρᾱτος, nicht ertappt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωρατός — that can be detected masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρατός — όν, Α [φωρῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ανακαλύψει … Dictionary of Greek
φωρατά — φωρατός that can be detected neut nom/voc/acc pl φωρατά̱ , φωρατός that can be detected fem nom/voc/acc dual φωρατά̱ , φωρατός that can be detected fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρατόν — φωρατός that can be detected masc acc sg φωρατός that can be detected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρατῆς — φωρατός that can be detected fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρατή — φωρατός that can be detected fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφώρατος — εὐφώρατος, ον (Α) αυτός που ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται ή διακρίνεται εύκολα («παντελῶς ἔν γε τούτοις εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φωρατός «αυτός που μπορεί να αποκαλυφθεί» (< φωρώ «ερευνώ για κλοπή»)] … Dictionary of Greek