- ὀφίτης
ὀφίτης, ὁ, von der Schlange, schlangenähnlich, ein Stein, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφίτης, ὁ, von der Schlange, schlangenähnlich, ein Stein, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφίτης — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφίτης — και οφείτης, ο (ΑΜ ὀφίτης Α θηλ. ὀφιῆτις, ήτιδος) (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Οφίται ( ες) εκκλ. σημαντικός κλάδος τού πρωτοχριστιανικού γνωστικισμού, κράμα ελληνικής μυθολογίας και ιουδαϊσμού, σχετικός με τη λατρεία τού όφεως, αλλ. Οφιανοί… … Dictionary of Greek
ὀφιτῶν — ὀφίτης of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφίτην — ὀφίτης of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφίτου — ὀφίτης of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφίτας — ὀφίτᾱς , ὀφίτης of masc acc pl ὀφίτᾱς , ὀφίτης of masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ofita — (del lat. «ophītes», del gr. «ophítēs», de «óphis», serpiente) f. Roca compuesta de feldespato, piroxena y nódulos calizos, de color y textura variados, utilizada como piedra de adorno. ⇒ *Mineral. * * * ofita. (Del lat. ophītes, y este del gr.… … Enciclopedia Universal
OPHIETIS Petra — loci nomen Avieno, qui Ὀφηιτίδα πέτρην, uti Dionys. vocat, arcem Ophietida vertit. Hic tamen internis Ophietides arcis in arvis Inter gemmiferas excrescit creber arenas. Et Prisciano, Berylli lapidem liquidum, glaucique coloris Per loca, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή … Dictionary of Greek
οφείτης — και οφίτης, ο (πετρογρ.) πέτρωμα που παρουσιάζει οφειτικό ιστό, όπως είναι ο γάββρος, ο διαβάσης και ο βασάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ophite] … Dictionary of Greek
οφιήτις — ὀφιῆτις, ἡτιδος, η (Α) βλ. οφίτης … Dictionary of Greek