- ἀ-φέγγεια
ἀ-φέγγεια, ἡ, Lichtlosigkeit, Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φέγγεια, ἡ, Lichtlosigkeit, Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερφέγγεια — ἡ, Α άπλετο φως, δυνατή λάμψη («τὴν διὰ τὴν τῶν ἀκτίνων ὑπερφέγγειαν», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φέγγεια (< φεγγής < φέγγος), πρβλ. περι φέγγεια] … Dictionary of Greek