- ἀ-φάρμακτος
ἀ-φάρμακτος, nicht vergiftet, κύλιξ Luc. Mort. D. 7, 2; Nic. Ther. 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φάρμακτος, nicht vergiftet, κύλιξ Luc. Mort. D. 7, 2; Nic. Ther. 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαρμακτός — ή, όν, Α [φαρμάσσω] 1. αυτός που περιέχει δηλητήριο, δηλητηριώδης 2. αυτός που έχει δηλητηριαστεί, δηλητηριασμένος … Dictionary of Greek
φαρμακτά — φαρμακτός poisoned neut nom/voc/acc pl φαρμακτά̱ , φαρμακτός poisoned fem nom/voc/acc dual φαρμακτά̱ , φαρμακτός poisoned fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακτόν — φαρμακτός poisoned masc acc sg φαρμακτός poisoned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακταῖς — φαρμακτός poisoned fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακτοῖο — φαρμακτός poisoned masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφάρμακτος — ἀφάρμακτος, ον (Α) [φαρμακτός] αυτός που δεν περιέχει δηλητήριο … Dictionary of Greek