ἀ-φολίδωτος

ἀ-φολίδωτος

ἀ-φολίδωτος, nicht schuppig, Porphyr. abst. 4, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φολιδωτός — clad in scales masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φολιδωτός — ή, ό / φολιδωτός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φολιδοῡμαι] 1. (κυρίως για ερπετό) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο δέρμα του (α. «το δέρμα τού φιδιού είναι φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ δέρμα φολιδωτόν ἐστι», Διόδ.) 2. (για πράγμ.)… …   Dictionary of Greek

  • φολιδωτός — ή, ό 1. (για ζώα), αυτός που έχει το δέρμα καλυμμένο με φολίδες (βλ. λ.), ο γεμάτος φολίδες, ο λεπιδωτός: Η χελώνα είναι φολιδωτή. 2. (για διάφορα αντικείμενα), ο καλυμμένος με μικρά μεταλλικά πλακίδια, ώστε η επιφάνειά του να μοιάζει με δέρμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φολιδωτά — φολιδωτός clad in scales neut nom/voc/acc pl φολιδωτά̱ , φολιδωτός clad in scales fem nom/voc/acc dual φολιδωτά̱ , φολιδωτός clad in scales fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φολιδωτῶν — φολιδωτός clad in scales fem gen pl φολιδωτός clad in scales masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φολιδωτόν — φολιδωτός clad in scales masc acc sg φολιδωτός clad in scales neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φολιδωταί — φολιδωτός clad in scales fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φολιδωτοῖς — φολιδωτός clad in scales masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φολιδωτοί — φολιδωτός clad in scales masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φολιδωτούς — φολιδωτός clad in scales masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φολιδωτή — φολιδωτός clad in scales fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”