- ὀφλητής
ὀφλητής, ὁ, der Schuldner (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφλητής, ὁ, der Schuldner (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οφλητής — ὀφλητής, ὁ (Α) αυτός που οφείλει, που χρωστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀφλ τού αόρ. β ὦφλον τού οφείλω* + κατάλ. ητής] … Dictionary of Greek