ὀφθαλμίζομαι

ὀφθαλμίζομαι

ὀφθαλμίζομαι, von einer Augenkrankheit, ὀφϑαλμία, angesteckt werden; ὀφϑαλμισϑῆναι αὐτοῦ τοὺς όφϑαλμούς, Plut. Symp. 2, 2; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀφθαλμιοῦμαι — ὀφθαλμίζομαι to be inoculated fut ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμισθείη — ὀφθαλμίζομαι to be inoculated aor opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμισθῆναι — ὀφθαλμίζομαι to be inoculated aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφθαλμισμένους — ὀφθαλμίζομαι to be inoculated perf part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοφθαλμιάζομαι — ἐνοφθαλμιάζομαι (Α) (για δέντρα) επιδέχομαι ενοφθαλισμό, εγκεντρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού ενοφθαλμίζομαι < εν + οφθαλμίζομαι < οφθαλμός] …   Dictionary of Greek

  • κυνοφθαλμίζομαι — (Α) κοιτάζω με ιταμότητα και αναίδεια σαν σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὀφθαλμίζομαι (< ὀφθαλμός)] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμίζω — ὀφθαλμίζω (ΑΜ) [οφθαλμός] μσν. (σχετικά με δένδρο) εμβολιάζω, μπολιάζω αρχ. παθ. ὀφθαλμίζομαι α) (για δένδρο) ενοφθαλμίζομαι, εμβολιάζομαι β) κοσμούμαι με πολύτιμους λίθους γ) πάσχω από οφθαλμία …   Dictionary of Greek

  • ἀντοφθαλμίσει — ἀντί ὀφθαλμίζομαι to be inoculated fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”