ὀφθαλμο-φανής

ὀφθαλμο-φανής

ὀφθαλμο-φανής, ές, augenscheinlich, Strab. u. Sp., auch im adv., S. Emp. adv. phys. 1, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευφανής — εὐφανής, ές (ΑΜ) αυτός που έχει καλή εμφάνιση, που φαίνεται ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογο φανής, οφθαλμο φανής] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοφανής — ές 1. αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο 2. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο 3. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. η ηλιοφανής αραχνίδιο τής οικογένειας σαλτικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογο φανής, οφθαλμο φανής] …   Dictionary of Greek

  • θηλυφανής — θηλυφανής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φανής (< φαίνω), πρβλ. ευλογο φανής, οφθαλμο φανής] …   Dictionary of Greek

  • ιθυφανής — ἰθυφανής, ές (Α) φρ. «κατ ἰθυφανές» με ιθυφάνεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φανής (< θ. φαν τού φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ φάν ην), πρβλ. οφθαλμο φανής, πασι φανής] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφανής — κοσμοφανής, ές (Μ) αυτός που γίνεται ορατός στον κόσμο («κοσμοφανής ἀστραπὴ τοῡ πνεύματος», Στουδ. Θεόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. β τού φαίνω), πρβλ. αιμο φανής, οφθαλμο φανής] …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγοφανής — ές, Α όμοιος με σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγξ, ιγγος + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μετεωρο φανής, οφθαλμο φανής] …   Dictionary of Greek

  • τερατοφανής — ές, Ν αυτός που έχει εμφάνιση τέρατος, τερατόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. οφθαλμο φανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”