- ἀ-φθόνητος
ἀ-φθόνητος, ohne Neid. Pind. Ol. 13, 24; – unbeneidet, = ἄφϑονος, Pind., αἶνος Ol. 10, 7; Aesch. Ag. 913.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φθόνητος, ohne Neid. Pind. Ol. 13, 24; – unbeneidet, = ἄφϑονος, Pind., αἶνος Ol. 10, 7; Aesch. Ag. 913.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθονητός — ή, ό / φθονητός, ή, όν, ΝΑ [φθονῶ] αυτός για τον οποίο αισθάνεται κανείς φθόνο, επίφθονος … Dictionary of Greek
πολυφθόνητος — ον, Α επίφθονος*, πολύ φθονερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθονητός (< φθονῶ)] … Dictionary of Greek
φθονητικός — ή, όν, Α [φθονητός] φθονερός. επίρρ... φθονητικῶς Α με φθονερό τρόπο … Dictionary of Greek