ἀφ-ορμίζομαι

ἀφ-ορμίζομαι

ἀφ-ορμίζομαι, ναῦς χϑονός, Schiffe (vom Ankerplatz) absegeln lassen, Eur. I. T. 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αφορμίζομαι — ἀφορμίζομαι (Α) λύνω τα πλοία μου από το λιμάνι, τα αφήνω να ταξιδέψουν. [ΕΤΥΜΟΛ. αφ (< απο ) + ορμίζομαι (μέσ. του ορμίζω) < όρμος «καταφύγιο, λιμάνι»] …   Dictionary of Greek

  • ευπροσόρμιστος — εὐπροσόρμιστος, ον (Α) (για ακτή) αυτός στον οποίο προσορμίζεται ή αποβιβάζεται κάποιος εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ορμίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • καχορμισία — καχορμισία, ἡ (Α) (για πλοίο) η προσόρμιση σε όρμο απ όπου είναι δύσκολη η αναχώρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (βλ. κακ[ό] *) + ορμισία (< ὁρμίζομαι < ὅρμος [II] «λιμάνι»)] …   Dictionary of Greek

  • ορμίζω — (Α ὁρμίζω) [όρμος (II)] 1. οδηγώ πλοίο σε όρμο προκειμένου να αγκυροβολήσει 2. μέσ. ορμίζομαι αγκυροβολώ σε λιμάνι αρχ. 1. φέρω προς την ξηρά, αποθέτω στην παραλία 2. μτφ. περιτυλίσσω, δένω 3. ρίχνω άγκυρα στα ανοιχτά 4. παθ. μτφ. α) οδηγούμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”