ἀφ-ορισμός

ἀφ-ορισμός

ἀφ-ορισμός, , 1) Abgränzung. Bestimmung, Theophr. – 2) ein kurzer Satz, der den Hauptbegriff einer Sache gedrängt zusammenfaßt, z. B. die Aphorismen des Hippokrates.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁρισμός — marking out by boundaries masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορισμός — ο (ΑΜ ὁρισμός) [ορίζω] (φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά …   Dictionary of Greek

  • ορισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ορίζω, προσδιορισμός, καθορισμός: Ορισμός αντικλήτου, αντιπροσώπου. 2. (λογ.), διατύπωση των ουσιαστικών χαρακτηριστικών μιας έννοιας: Η διερεύνηση του βάθους των εννοιών μάς δίνει τους καλούς ορισμούς. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… …   Dictionary of Greek

  • ὁρισμοῖν — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρισμοῖς — ὁρισμός marking out by boundaries masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρισμοί — ὁρισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρισμοῦ — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρισμούς — ὁρισμός marking out by boundaries masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρισμῶ — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρισμῶν — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”