- ἀ-φανιστής
ἀ-φανιστής, ὁ, Vertilger, Zerstörer, Plut. de aer. al. 4. l d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φανιστής, ὁ, Vertilger, Zerstörer, Plut. de aer. al. 4. l d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φανιστής — ο, Ν [φανίζω] 1. αυτός που εμφανίζει κάτι κρυφό ή άδηλο, ο φανερωτής 2. (κυρίως) προσωνυμία τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αποκαλύπτει το μέλλον μέσω τής μαντείας τού κλήδονα … Dictionary of Greek