- ἀφ-αμαρτο-επής
ἀφ-αμαρτο-επής, ές (ἔπος), in der Rede abirrend, den Zweck derselben verfehlend, Il. 3, 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφ-αμαρτο-επής, ές (ἔπος), in der Rede abirrend, den Zweck derselben verfehlend, Il. 3, 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιτόμηνος — ἠλιτόμηνος, ον (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠλιτόμηνον η πρόωρη γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλιτ τού αορ. αλιτείν «διαπράττω σφάλμα εις βάρος κάποιου» (βλ. λ. αλείτης) + μηνος (< μην «μήνας»). Το αρχικό φωνήεν… … Dictionary of Greek
αμαρτοεπής — ἁμαρτοεπής, ές (Α) 1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα 2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο (< ἁμαρτάνω) + επὴς < ἔπος] … Dictionary of Greek