ὀφιῆτις

ὀφιῆτις

ὀφιῆτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen; πέτρα, Schlangenstein, D. Per. 1013; Orph. Lith. 335.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οφιήτις — ὀφιῆτις, ἡτιδος, η (Α) βλ. οφίτης …   Dictionary of Greek

  • οφίτης — και οφείτης, ο (ΑΜ ὀφίτης Α θηλ. ὀφιῆτις, ήτιδος) (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Οφίται ( ες) εκκλ. σημαντικός κλάδος τού πρωτοχριστιανικού γνωστικισμού, κράμα ελληνικής μυθολογίας και ιουδαϊσμού, σχετικός με τη λατρεία τού όφεως, αλλ. Οφιανοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”