ἀ-φιλ-ήδονος

ἀ-φιλ-ήδονος

ἀ-φιλ-ήδονος (ἡδονή), das Vergnügen nicht liebend, M. Anton. 5. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλήδονος — η, ο / φιλήδονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • μισηδονία — και δωρ. τ. μισαδονία, ἡ (Α) το μίσος, η απέχθεια για τις ηδονές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ηδονία μέσω ενός αμάρτυρου *μισήδονος (< μισῶ + ήδονος < ἡδονή), πρβλ. φιλ ηδονία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”