- ὀφιο-κτόνος
ὀφιο-κτόνος, Schlangen tödtend, Schol. Ar. Thesm. 1745.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφιο-κτόνος, Schlangen tödtend, Schol. Ar. Thesm. 1745.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιποκτόνος — ἰποκτόνος ον (Α) (επίθ. τού Ηρακλή στις Ερυθρές) αυτός που φονεύει τα σκουλήκια τα οποία καταστρέφουν τα αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴψ, ἰπός σαράκι» + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο κτόνος, οφιο κτόνος] … Dictionary of Greek