- ἀ-φιλ-εργία
ἀ-φιλ-εργία, ἡ, Unlust zur Arbeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φιλ-εργία, ἡ, Unlust zur Arbeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλοεργία — καλοεργία, ἡ (Α) εκτέλεση αγαθών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργία (< εργός < ἔργον), πρβλ. αγαθο εργία, φιλ εργία] … Dictionary of Greek
τριψεργία — ἡ, Μ αναβολή εκτέλεσης μιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + εργία (< εργος < ἔργον), πρβλ. φιλ εργία] … Dictionary of Greek