- ἀ-φιλ-αργυρία
ἀ-φιλ-αργυρία, ἡ, Freisein von Geldgier, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φιλ-αργυρία, ἡ, Freisein von Geldgier, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλάργυρος — η, ο / φιλάργυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνης νεοελλ. 1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυρος τίτλος ονομαστής κωμωδίας τού Μολιέρου 2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα»… … Dictionary of Greek