- ἀ-φιλό-νεικος
ἀ-φιλό-νεικος, nicht Streit liebend, adv. bei Pol. 22, 3; Luc. Conv. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φιλό-νεικος, nicht Streit liebend, adv. bei Pol. 22, 3; Luc. Conv. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιφιλόνεικος — ἐπιφιλόνεικος, ον (Α) αυτός για τον οποίο ερίζουν, φιλονεικούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλό νεικος (< φίλος + νείκος «αγώνας»)] … Dictionary of Greek
μισόνεικος — μισόνεικος, ον (α) αυτός που αποστρέφεται τις φιλονικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + νεῖκος «έχθρα, διαμάχη» (πρβλ. φιλό νεικος)] … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek