- παυστήριος
παυστήριος, zum Aufhörenmachen, Stillen, Beruhigen gehörig, νόσου, Soph. O. R. 150; ὕπνος, Nic. Ther. 746.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυστήριος, zum Aufhörenmachen, Stillen, Beruhigen gehörig, νόσου, Soph. O. R. 150; ὕπνος, Nic. Ther. 746.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυστήριος — fit for ending masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυστήριος — ον, Α [παυστήρ] 1. ο κατάλληλος για κατάπαυση, απαλλαγή ή ανακούφιση από κάτι, ανακουφιστικός, λυτρωτικός («Φοῑβος... νόσου παυστήριος», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παυστήριον α) η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα β) εμπόδιο, φραγμός 3. (το ουδ. πληθ. ως … Dictionary of Greek
παυστήριον — fit for ending neut nom/voc/acc sg παυστήριος fit for ending masc/fem acc sg παυστήριος fit for ending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπαυστήριον — καταπαυστήριον, τὸ (Α) (ιδίως για ψυχική ταραχή) το μέσο ή το όργανο που χρησιμοποιείται για κατάπαυση ή γαλήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παυστήριον (ουδ. τού παυστήριος < παυστήρ < παύω)] … Dictionary of Greek
παυστικός — ή, όν, Α [παύω] ο κατάλληλος για κατάπαυση ή ανακούφιση, ο παυστήριος* («παυστικός δίψης», Μέγα Ετυμολογικόν) … Dictionary of Greek
παυστήρια — παυστήριον fit for ending neut nom/voc/acc pl παυστήριος fit for ending neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)