ἀ-φιλό-τῑμος

ἀ-φιλό-τῑμος

ἀ-φιλό-τῑμος, ohne Ehrliebe; so heißt Is. 7, 35 Einer, der sein Vermögen lieber hingiebt, um keine Liturgie zu übernehmen; ohne Ehrgeiz, Arist. rhet. 2, 9; Pol. u. A. – Adv. ἀφιλοτίμως, ἀληϑεύειν, unpartheiisch, Pol. 12, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • ξενότιμος — ξενότιμος, ον (Α) αυτός που τιμά τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τιμος (< τιμή), πρβλ. φιλό τιμος] …   Dictionary of Greek

  • πολύτιμος — η, ο / πολύτιμος, ον, ΝΜΑ 1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.) 2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» ορυκτά που… …   Dictionary of Greek

  • επιφιλοτιμούμαι — ἐπιφιλοτιμοῦμαι, έομαι (AM) προσφέρω με αφθονία, χαρίζω φιλότιμα («ὁ θεός... ἐπεφιλοτιμήσατο ζωὴν χρονιωτέραν», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλοτιμούμαι (< φιλό τιμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”