- ἀ-φιλό-στοργος
ἀ-φιλό-στοργος, nicht zärtlich liebend, Plut. Conj. praec. p. 415 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φιλό-στοργος, nicht zärtlich liebend, Plut. Conj. praec. p. 415 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύστοργος — η, ο (ΑΜ εὔστοργος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που φέρεται με πολλή στοργή αρχ. ευχαριστημένος. επίρρ... ευστόργως (Μ εὐστόργως) με πολλή στοργή, στοργικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στοργος (< στοργή), πρβλ. ά στοργος, φιλό στοργος] … Dictionary of Greek
θεόστοργος — θεόστοργος, ον (Α) αυτός που αγαπά τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στοργος (< στοργή), πρβλ. ά στοργος, φιλό στοργος] … Dictionary of Greek
κατάστοργο — κατάστοργος, ον (Α) αυτός που αναφέρεται στη στοργή, στην αγάπη, ο στοργικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. από στοργος, φιλό στοργος] … Dictionary of Greek