- ὀφιο-πλόκαμος
ὀφιο-πλόκαμος, schlangenhaarig, mit Schlangen statt der Haare, Orph. H. 48, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφιο-πλόκαμος, schlangenhaarig, mit Schlangen statt der Haare, Orph. H. 48, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπλόκαμος — η, ο / πολυπλόκαμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά πλοκάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλόκαμος (πρβλ. οφιο πλόκαμος, χρυσο πλόκαμος)] … Dictionary of Greek
χρυσοπλόκαμος — η, ο / χρυσοπλόκαμος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει χρυσούς πλοκάμους, χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πλόκαμος «πλεξούδα» (πρβλ. ὀφιο πλόκαμος)] … Dictionary of Greek