- ὀφιακός
ὀφιακός, die Schlangen betreffend, E. M. 644, 10; ὀφιακά, τά, sc. βιβλία, Buch über die Schlangen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφιακός, die Schlangen betreffend, E. M. 644, 10; ὀφιακά, τά, sc. βιβλία, Buch über die Schlangen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οφιακός — ὀφιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίδι 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀφιακά σύγγραμμα τού Νικάνδρου για τους όφεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κατάλ. ακός (πρβλ. θηρι ακός: θηριακά)] … Dictionary of Greek
ὀφιακός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιακῶν — ὀφιακός of fem gen pl ὀφιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιακοῖς — ὀφιακός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιακῷ — ὀφιακός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek