- ἀφ-εδρεία
ἀφ-εδρεία, ἡ, = ἄφεδρος, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφ-εδρεία, ἡ, = ἄφεδρος, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποθεδρεία — ἡ, Α ικεσία, δέηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + εδρεία (< εδρος < έδρα), πρβλ. εφ εδρεία, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ προ δασυνόμενης λ.] … Dictionary of Greek