ὀφειλή

ὀφειλή

ὀφειλή, , die Schuld, Schuldigkeit, N. T.; E. M. citirt es aus Xen.; vgl. Lob. zu Phryn. 90.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀφειλή — debt fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφειλή — η (ΑΜ ὀφειλή) 1. ό,τι οφείλει κάποιος, χρέος 2. καθήκον, υποχρέωση («ἀπόδοτε οὖν πᾱσι τὰς ὀφειλάς», ΚΔ) νεοελλ. (νομ.) η υποχρέωση για παροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ρ. ὀφείλω] …   Dictionary of Greek

  • ὀφειλῇ — ὀφειλέω to be due pres subj mp 2nd sg ὀφειλέω to be due pres ind mp 2nd sg ὀφειλέω to be due pres subj act 3rd sg ὀφειλή debt fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφειλή — η χρέος, υποχρέωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀφείλῃ — ὀφέλλω IG aor subj mid 2nd sg ὀφέλλω IG aor subj act 3rd sg ὀφείλω IG pres subj mp 2nd sg ὀφείλω IG pres ind mp 2nd sg ὀφείλω IG pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλαί — ὀφειλή debt fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλήν — ὀφειλή debt fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • ξεχρεώνω — 1. απαλλάσσω κάποιον από χρέος, από οφειλή («με τις λίγες οικονομίες που είχα ξεχρέωσα τον πατέρα μου») 2. εξοφλώ, απαλείφω χρέος, διαγράφω οφειλή («δουλεύω σκληρά για να ξεχρεώσω το σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χρεώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”