- ὀφειλέτις
ὀφειλέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, die Schuldnerinn, Eur. Rhes. 965.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφειλέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, die Schuldnerinn, Eur. Rhes. 965.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφειλέτις — ὀφειλέτης debtor fem nom sg ὀφειλέτις debtor fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφειλέτης — ο (ΑΜ ὀφειλέτης, Α θηλ. ὀφειλέτις, ιδος) 1. αυτός που οφείλει, που χρωστά, ιδίως χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῑς ἀφίεμεν τοῑς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) αυτός που οφείλει σε κάποιον ευγνωμοσύνη ή κάτι άλλο σχετικό νεοελλ. (νομ.) το ένα από τα… … Dictionary of Greek
ὀφειλέτιδα — ὀφειλέτης debtor fem acc sg ὀφειλέτις debtor fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)