- ὀφειλόντως
ὀφειλόντως, schuldigermaßen, Hesych. erkl. δεόντως, πρεπόντως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφειλόντως, schuldigermaßen, Hesych. erkl. δεόντως, πρεπόντως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οφειλόντως — ὀφειλόντως (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «πρεπόντως, δεόντως». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὀφείλων, οντος τού ὀφείλω] … Dictionary of Greek
ὀφειλόντως — as of debt indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)