- ὀφιό-δηκτος
ὀφιό-δηκτος, von einer Schlange gebissen, Schol. Il. 2, 721 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφιό-δηκτος, von einer Schlange gebissen, Schol. Il. 2, 721 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχίδηκτος — ἐχίδηκτος, ον (Μ) αυτός που έχει δαγκωθεί από οχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις «οχιά» + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
εχιόδηκτος — ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
κροκοδιλόδηκτος — κροκοδιλόδηκτος, ον (Α) αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει κροκόδειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηρό δηκτος, οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
σκορπιόδηκτος — ον, ΜΑ αυτός που τόν δάγκωσε το έντομο σκορπιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek