- ὀφιόνεος
ὀφιόνεος, zu den Schlangen gehörig, schlangenartig, Opp. Cyn. 3, 436 u. öfter. [ῑ.]
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφιόνεος, zu den Schlangen gehörig, schlangenartig, Opp. Cyn. 3, 436 u. öfter. [ῑ.]
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οφιόνεος — ὀφιόνεος, έη, ον (Α) αυτός που ανήκει σε φίδι ή αυτός που μοιάζει με φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. ὀφιο τών σύνθ. τού ὄφις, ιος κατ επίδραση τού επιθ. γοργόνε(ι)ος. Η άποψη ότι πρόκειται για διαφοροποιημένο τ. σε ι ινεος είναι… … Dictionary of Greek
ὀφιονέων — ὀφιόνεος of fem gen pl ὀφιόνεος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιονέως — ὀφιόνεος of adverbial ὀφιόνεος of masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιόνεον — ὀφιόνεος of masc acc sg ὀφιόνεος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιονέη — ὀφιόνεος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιονέα — ὀφιονέᾱ , ὀφιόνεος of fem nom/voc/acc dual ὀφιονέᾱ , ὀφιόνεος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιονέας — ὀφιονέᾱς , ὀφιόνεος of fem acc pl ὀφιονέᾱς , ὀφιόνεος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek