- ὀφιό-σπαρτος
ὀφιό-σπαρτος, poet. ὀφιόσπρατος, von Schlangen gesäet, erzeugt, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφιό-σπαρτος, poet. ὀφιόσπρατος, von Schlangen gesäet, erzeugt, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρόσπαρτος — ον, Α σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῑν πόνον;», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. ὀφιό σπαρτος] … Dictionary of Greek