ἀφ-ετήρ

ἀφ-ετήρ

ἀφ-ετήρ, ῆρος, ὁ, = ἀφέτης, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετήρ — ἐτήρ, ὁ (Α) [έτος] αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, ο χρονιάρικος …   Dictionary of Greek

  • ἐτήρ — one year old masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτῆρας — ἐτήρ one year old masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτῆρος — ἐτήρ one year old masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επετηρίδα — η 1. γιορτή που γίνεται κατά την επέτειο ενός γεγονότος 2. ετήσια έκδοση ιδρύματος, επιστημονικού συλλόγου ή δημόσιας υπηρεσίας με πληροφορίες για το προηγούμενο έτος ή επιστημονικές εργασίες 3. ονομαστικός κατάλογος κατά τη σειρά αρχαιότητας τού …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκονταετηρίδα — η 1. ογδοηκοστή επέτειος 2. σύνολο ογδόντα ετών, ογδονταετία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + ἐτηρίς (< ἐτήρ), πρβλ. επ ετηρίδα. Η λ., στον λόγιο τ. ογδοηκονταετηρίς, μαρτυρείται από το 1890 στον Δ. Θερειανό] …   Dictionary of Greek

  • οκταετηρίδα — η (Α ὀκταετηρίς και ὀκτωετηρίς, ίδος) χρονικό διάστημα που απαρτίζεται από οκτώ χρόνια, οκταετία νεοελλ. η όγδοη επέτειος αρχ. αστρον. ημερολογιακό σύστημα που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα από τον 6ο π.Χ. αιώνα και κατά το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • οκτακοσιετηρίδα — η η οκτακοσιοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οκτακόσιοι + ἐτηρίς, ίδος (< ἐτήρ). Η λ., στον λόγιο τ. οκτακοσιετηρίς, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκαετηρίς — ὀκτωκαιδεκαετηρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) χρονική περίοδος δεκαοκτώ ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεχα «δεκαοκτώ» + ετηρίς (< ἐτήρ), πρβλ. οκτα ετηρίς] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιεικοσαετηρίς — ὀκτωκαιεικοσαετηρίς, ἡ (Μ) κύκλος, περίοδος είκοσι οκτώ ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + ετηρίς (< ἐτήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακονταετηρίδα — η / τεσσαρακονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων νεοελλ. η τεσσαρακοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ἐτηρίς (< ἐτήρ < έτος), πρβλ. πεντηκοντα ετηρίδα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”