ἀ-φασία

ἀ-φασία

ἀ-φασία (φημί, vgl. ἀμφασία), ἡ, Sprachlosigkeit, bes. die Bestürzung, die Einen verstummen läßt, Staunen, τίς ἀφασία μ' ἔχει Ar. Th. 904, wie Eur. I. A. 837, der es auch neben ἔκπληξις hat, Hel. 556; ἀφασία ἡμᾶς λαμβάνει, τί ποτε χρὴ λέγειν πρὸς ταῠτα Plat. Legg. I, 636 e; vgl. Phil. 21 d; εἰς ἀφασίαν ἦλϑε διὰ τὸ παράδοξον Pol. 8, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φασία — η, Ν ζωολ. παλαιά ονομασία γένους δίπτερων εντόμων …   Dictionary of Greek

  • ετεροφασία — η ιατρ. είδος νευρικής αφασίας ή διαταραχής τής λαλιάς, που οφείλεται σε βλάβη τού κέντρου τού λόγου και κατά την οποία ο ασθενής κάνει εσφαλμένη χρήση τών λέξεων ή χρησιμοποιεί άλλες λέξεις αντί άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. ετερο * + φασία (< φατος < θ …   Dictionary of Greek

  • Dysphasia — should not be confused with the similarly pronounced dysphagia, which is a difficulty swallowing. DiseaseDisorder infobox Name = Dysphasia ICD10 = ICD10|F|80|1|f|80, ICD10|F|80|2|f|80, ICD10|R|47|0|r|47 ICD9 = ICD9|438.12, ICD9|784.5Dysphasia… …   Wikipedia

  • δακτυλοφασία — η μέθοδος που χρησιμοποιείται από τους κωφάλαλους για να συνεννοούνται μεταξύ τους με κινήσεις τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + φασία < φᾰτος < φᾰ , εξασθενημένη βαθμίδα τού φημί (πρβλ. αφασία, διφασία κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • καταφασία — Διαταραχή του λόγου, κατά την οποία ο ασθενής αρχικά απαντά ομαλά στις ερωτήσεις που του θέτουν, στη συνέχεια όμως επαναλαμβάνει συνεχώς τις ίδιες απαντήσεις στα ερωτήματα. * * * ή ιατρ. διαταραχή τού λόγου η οποία συνίσταται στη συχνή επανάληψη… …   Dictionary of Greek

  • παραιφασίη — ἡ, και ποιητ. τ. παρφασία, Α 1. συμβουλή, παραίνεση 2. ενθάρρυνση, προτροπή 3. παραμυθία, παρηγοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + φασία / φασίη (< φατος < φατός < φημί), πρβλ. αμ φασίη] …   Dictionary of Greek

  • σχιζοφασία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τού προφορικού λόγου, η οποία θεωρείται υπομορφή τής σχιζοφρενίας, η μη συστηματική σχιζοφρενία και κατά την οποία ο πάσχων χρησιμοποιεί λέξεις απομακρυσμένες από την έννοιά τους και άφθονους νεολογισμούς που καθιστούν τον… …   Dictionary of Greek

  • φασά — η, Ν τρόπος ύφανσης, υφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαίνω / ύφανση, μέσω τού τ. ὑφασία < *φασιά (με σίγηση τού αρκτικού υ )] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”