- ἀ-φύλλωτος
ἀ-φύλλωτος, πέτρα Soph. frag. 281, unbelaubt, unbewaldet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φύλλωτος, πέτρα Soph. frag. 281, unbelaubt, unbewaldet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλλωτός — ή, ό, Ν τεχνολ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από φυλλώδη ελάσματα («φυλλωτός πυκνωτής») … Dictionary of Greek