ἀ-φύσικος

ἀ-φύσικος

ἀ-φύσικος ohne natürliche Anlagen, Diog. L. 7, 170.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυσικός — natural masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • φυσικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση, που πλάστηκε από τη φύση. 2. αυτός που αποβλέπει στην τάξη της φύσης ή που εξετάζει τη φύση: Φυσικοί νόμοι. – Φυσικές επιστήμες. 3. αυτός που είναι από ύλη, αυτός που είναι του σώματος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσικός αριθμός — Bλ. λ. αριθμός …   Dictionary of Greek

  • φυσικά — φυσικός natural neut nom/voc/acc pl φυσικά̱ , φυσικός natural fem nom/voc/acc dual φυσικά̱ , φυσικός natural fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικώτερον — φυσικός natural adverbial comp φυσικός natural masc acc comp sg φυσικός natural neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικωτάτων — φυσικός natural fem gen superl pl φυσικός natural masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικωτέρων — φυσικός natural fem gen comp pl φυσικός natural masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικῶν — φυσικός natural fem gen pl φυσικός natural masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικόν — φυσικός natural masc acc sg φυσικός natural neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικώτατα — φυσικός natural adverbial superl φυσικός natural neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”