- ἀφ-όρισμα
ἀφ-όρισμα, τό, das Abgegränzle, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφ-όρισμα, τό, das Abgegränzle, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὅρισμα — boundary neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρισμα — το (Α ὅρισμα, ιων. τ. οὔρισμα) [ορίζω] νεοελλ. φρ. «όρισμα μιγαδικού αριθμού» μαθημ. η γωνία η οποία σχηματίζεται μεταξύ τού άξονα τών πραγματικών αριθμών και τής ακτίνας που συνδέει την αρχή τών ορθογώνιων συντεταγμένων με ένα σημείο τού… … Dictionary of Greek
οὐρίσματα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc pl (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔρισμα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc sg (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμάτων — ὅρισμα boundary neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσμασι — ὅρισμα boundary neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσματα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσματος — ὅρισμα boundary neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορίσμιος — ὁρίσμιος, ον (Α) [όρισμα] (σχετικά με αριθμό) πεπερασμένος … Dictionary of Greek
ούρισμα — οὔρισμα, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. όρισμα … Dictionary of Greek