- ἀ-φυΐα
ἀ-φυΐα, ἡ, Mangel an natürlicher Anlage, πρός τι Strab. XIV p. 662; Plut.; Ungeschicklichkeit, Plut. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φυΐα, ἡ, Mangel an natürlicher Anlage, πρός τι Strab. XIV p. 662; Plut.; Ungeschicklichkeit, Plut. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιλαροφυΐα — ἱλαροφυΐα, ἡ (Α) εύθυμη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + φυΐα (< φυής < φύος ή φυή), πρβλ. ιδιο φυΐα, μεγαλο φυΐα] … Dictionary of Greek
οστεοφυΐα — η ανατ. η οστέωση ή οστεοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φυΐα (< φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. τριχο φυΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
κεκυφυῖα — κεκῡφυῖα , κύπτω bend forward perf part act fem nom/voc sg κύπτω bend forward perf part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκυφυῖα — συγκεκῡφυῖα , συγκύπτω bend forwards perf part act fem nom/voc sg συγκύπτω bend forwards perf part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)