- ἀφ-υδραίνω
ἀφ-υδραίνω, abwaschen; med., Eur. Ion. 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφ-υδραίνω, abwaschen; med., Eur. Ion. 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδραίνω — water pres subj act 1st sg ὑδραίνω water pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδραίνω — Α (ποιητ. τ.) 1. (για ποταμό) βρέχω, ποτίζω 2. (με αιτ. προσ.) πλένω ή ραντίζω κάποιον με νερό 3. φρ. «ὑδραίνω χοάς τινι» κάνω σπονδές προς τιμήν ή στη μνήμη κάποιου (Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδρ τού ὕδωρ* + ρηματ. κατάλ. αίνω] … Dictionary of Greek
ὑδραίνειν — ὑδραίνω water pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηναμένη — ὑδραίνω water aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηναμένην — ὑδραίνω water aor part mid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρήνασθαι — ὑδραίνω water aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑδραίνει — ὑδραίνει , ὑδραίνω water pres ind mp 2nd sg ὑδραίνει , ὑδραίνω water pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρανάμενον — ὑδρᾱνάμενον , ὑδραίνω water aor part mid masc acc sg (epic doric aeolic) ὑδρᾱνάμενον , ὑδραίνω water aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδραντικός — ή, όν, Α [υδραίνω] σχετικός με την άρδευση … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek