υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ … Dictionary of Greek
ὑβρίζω — ὑ̱βρίζω , ὑβρίζω wax wanton pres subj act 1st sg ὑ̱βρίζω , ὑβρίζω wax wanton pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβρίζω — βλ. βρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑβρίζοντ' — ὑ̱βρίζοντα , ὑβρίζω wax wanton pres part act neut nom/voc/acc pl ὑ̱βρίζοντα , ὑβρίζω wax wanton pres part act masc acc sg ὑ̱βρίζοντι , ὑβρίζω wax wanton pres part act masc/neut dat sg ὑ̱βρίζοντι , ὑβρίζω wax wanton pres ind act 3rd pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕβρισ' — ὕβρισι , ὕβρις wanton violence fem dat pl (epic doric ionic aeolic) ὕ̱βρισα , ὑβρίζω wax wanton aor ind act 1st sg ὕ̱βρισο , ὑβρίζω wax wanton plup ind mp 2nd sg ὕ̱βρισο , ὑβρίζω wax wanton perf imperat mp 2nd sg ὕ̱βρισε , ὑβρίζω wax wanton aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίζετ' — ὑ̱βρίζετο , ὑβρίζω wax wanton imperf ind mp 3rd sg ὑ̱βρίζετε , ὑβρίζω wax wanton imperf ind act 2nd pl ὑ̱βρίζετε , ὑβρίζω wax wanton pres imperat act 2nd pl ὑ̱βρίζετε , ὑβρίζω wax wanton pres ind act 2nd pl ὑ̱βρίζεται , ὑβρίζω wax wanton pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίζετον — ὑ̱βρίζετον , ὑβρίζω wax wanton imperf ind act 2nd dual ὑ̱βρίζετον , ὑβρίζω wax wanton pres imperat act 2nd dual ὑ̱βρίζετον , ὑβρίζω wax wanton pres ind act 3rd dual ὑ̱βρίζετον , ὑβρίζω wax wanton pres ind act 2nd dual ὑ̱βρίζετον , ὑβρίζω wax… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίσθην — ὑ̱βρίσθην , ὑβρίζω wax wanton plup ind mp 3rd dual ὑ̱βρίσθην , ὑβρίζω wax wanton aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὑ̱βρίσθην , ὑβρίζω wax wanton aor ind pass 1st sg ὑ̱βρίσθην , ὑβρίζω wax wanton aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρύβριζον — παρύ̱βριζον , παρά ὑβρίζω wax wanton imperf ind act 3rd pl παρύ̱βριζον , παρά ὑβρίζω wax wanton imperf ind act 1st sg παρύ̱βριζον , παρά ὑβρίζω wax wanton imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) παρύ̱βριζον , παρά ὑβρίζω wax wanton imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρισμέν' — ὑ̱βρισμένα , ὑβρίζω wax wanton perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑ̱βρισμένε , ὑβρίζω wax wanton perf part mp masc voc sg ὑ̱βρισμέναι , ὑβρίζω wax wanton perf part mp fem nom/voc pl ὑ̱βρισμένᾱͅ , ὑβρίζω wax wanton perf part mp fem dat sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίζεσθε — ὑ̱βρίζεσθε , ὑβρίζω wax wanton imperf ind mp 2nd pl ὑ̱βρίζεσθε , ὑβρίζω wax wanton pres imperat mp 2nd pl ὑ̱βρίζεσθε , ὑβρίζω wax wanton pres ind mp 2nd pl ὑ̱βρίζεσθε , ὑβρίζω wax wanton imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)