ἀφ-υπνίζω

ἀφ-υπνίζω

ἀφ-υπνίζω, 1) aus dem Schlaf erwecken, ἀφύπνισον Eur. Rhes. 25; Long. Past. 1, 25. – Pass., aus dem Schlafe erwachen, Ath. X, 438 d Cratin. Aristid. or. 49; ἀφυπνισϑῆναι Phereer. B. A. 473 erkl. ἐξ ὕπνου ἐγερϑῆναι; vgl. Ael. V. H. 1, 13; so im act., Philostr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπνίζω — Α [ὕπνος] βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω …   Dictionary of Greek

  • ἐνυπνισάμην — ἐνῡπνισάμην , ἐν ὑπνίζω put to sleep aor ind mid 1st sg ἐν ὑπνίζω put to sleep aor ind mid 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφυπνίζω — (AM ἀφυπνίζω) [υπνίζω] ξυπνώ κάποιον, κάνω κάποιον να ξυπνήσει νεοελλ. ξυπνώ αίσθημα ή πάθος που βρισκόταν σε λήθαργο, διεγείρω, ξεσηκώνω …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • ἐνυπνισθείς — ἐν ὑπνίζω put to sleep aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”