- ἀ-φρονεύω
ἀ-φρονεύω, unklug sein, handeln, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φρονεύω, unklug sein, handeln, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρονεύω — ΜΑ αποφασίζω μετά από σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρονῶ, κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek