ἀ-φρούρητος

ἀ-φρούρητος

ἀ-φρούρητος, unbewacht, Plat. Legg. VI, 760 a; πόλις, ohne Besatzung, Pol. Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρουρητός — ή, όν, Α [φρουρῶ] αυτός που φρουρείται ή αυτός που μπορεί να φρουρηθεί …   Dictionary of Greek

  • φρουρητόν — φρουρητός watched masc acc sg φρουρητός watched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετεροφρούρητος — ἑτεροφρούρητος, ον (Α) αυτός που φρουρείται από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φρουρητος (< φρουρώ) πρβλ. α φρούρητος, περι φρούρητος] …   Dictionary of Greek

  • θεοφρούρητος — θεοφρούρητος, ον (Μ) (για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και για το βυζαντινό κράτος) αυτός που φρουρείται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρούρητος (< φρουρώ), πρβλ. α φρούρητος, νυκτι φρούρητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”